- χαλκοχυτικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαλκουργία2. το θηλ. ως ουσ. η χαλκοχυτική- η χαλκουργία.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + -χυτικός (< χύνω / χέω). Το επίθ. χαλκοχυτικός μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.